ζημιωτήν

ζημιωτήν
ζημιωτής
one who punishes
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζημιωτής — ο (AM ζημιωτής) [ζημιώ] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη μσν. ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.) αρχ. αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”